Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αποτελεί απότοκο της σύγχρονης οικονομίας και συγκεκριμένα της ανάγκης εξυπηρέτησης των συναλλαγών στα πλαίσια της διεπιχειρησιακής συνεργασίας. Θεμελιώνεται στην αρχή της οικονομικής ελευθερίας και στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικά, για μία ορισμένη περιοχή στον άλλον, τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ο διανομέας συνήθως αναλαμβάνει την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλούμενων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή , ενώ εξάλλου έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές με τις οποίες μεταπωλεί τα προϊόντα προς τρίτους..Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα ενοχική σύμβαση αντιδιαστέλλεται, ως προς τη νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση των διατάξεων του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων». Έτσι στα πλαίσια της λειτουργίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ, στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμβάσεως της αποκλειστικής διανομής, ο ένας εκ των συμβαλλομένων (ο διανομέας) ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, οργανώνοντας όμως την επιχείρησή του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ενταγμένη στο δίκτυο διανομής του παραγωγού και να τηρεί τους δικούς του εμπορικούς όρους, όπως διαφήμιση, σήματα και τρόπο εξυπηρετήσεως πελατών. Παρόλη, όμως τη διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, και επί συμβάσεως αποκλειστικής διανομής μπορούν να εφαρμοσθούν, αναλόγως για την ταυτότητα του νομικού λόγου , οι διατάξεις του προμνημονευθέντος π.δ/τος, εφόσον σε συγκεκριμένη περίπτωση τα χαρακτηριστικά στοιχεία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής προσομοιάζουν με εκείνα της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Τέτοια ομοιότητα υπάρχει ιδίως όταν ο διανομέας αναλαμβάνει με τη σύμβαση την υποχρέωση μη ανταγωνισμού, την τήρηση επαγγελματικού απορρήτου, την υποχρέωση να προωθεί διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του παραγωγού στη συμβατική περιοχή, την υποχρέωση να διαφημίσει αυτά με δικές του δαπάνες, την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον παραγωγό το πελατολόγιό του, αλλά και την υποχρέωση απαγόρευσης ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης. Η συνομολόγηση των υποχρεώσεων αυτών καθιστά το διανομέα αναπόσπαστο και αποφασιστικό μέρος του δικτύου της επιχειρησιακής δραστηριότητας του παραγωγού, η δε εμπορική δραστηριότητα του μολονότι αναπτύσσεται με δικό του κίνδυνο, συνεπάγεται αμέσως οφέλη για τον παραγωγό, όχι μόνο από την πώληση των συμβατικών προϊόντων στο διανομέα, αλλά και από τις παραπάνω υποχρεώσεις του τελευταίου, που δεν προσομοιάζουν με τη σύμβαση πώλησης, αφού ο παραγωγός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνο από την πώληση των συμβατικών προϊόντων, αλλά και από τις λοιπές υποχρεώσεις του διανομέα, χωρίς μάλιστα να υποβάλλεται σε δαπάνη (π.χ. διαφήμισης), και, το σπουδαιότερο, λαμβάνει γνώση του πελατολογίου που αναπτύχθηκε αποκλειστικά από το διανομέα, δυνάμενος μετά τη λύση της σύμβασης να κάνει χρήση αυτού, μέσω άλλου αποκλειστικού διανομέα, συνεχίζοντας έτσι να αποκομίζει οικονομικά ωφελήματα. (βλ. απόφαση 496/2011ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ., ΝΟΜΟΣ).
Έτσι, κατά τα ανωτέρω, η υποχρέωση διαρκούς πληροφόρησης, που ενδέχεται να υπέχει ο διανομέας έναντι του παραγωγού, με συνέπεια τη γνώση του πελατολογίου του από τον τελευταίο, καθώς και η υποχρέωση μεταβίβασης πελατείας στον παραγωγό, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στο σύστημα αυτό των ενδείξεων. Πάντως η ανάλογη εφαρμογή στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής των διατάξεων για τον εμπορικό αντιπρόσωπο αποτελεί την εξαίρεση. Σημειώνεται, ότι η πιο πάνω άποψη κυρώθηκε και νομοθετικώς με το άρθρο 14 του Ν3557/2007, στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις: α) αντιπροσωπείας, οι οποίες αφορούν παροχή υπηρεσιών, β) αποκλειστικής διανομής, εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή» (ΕφΑθ 1873/2008, ΕφΑθ 676/2009).